Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/59

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
47

—Μὴν τηγανίζεις, γέροντα, καὶ ’μόσχισε τὸ ’ψάρι
στὴν Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!

—Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι’ Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψεῦμα!
Μ’ ἂν ἦν’ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ’ψάρια
νὰ πέσουν μέσ᾿ στὸ ῥεῦμα!—

Ἀκόμ’ ὁ λόγος ’βάσταγε, τὰ ’ψάρι’ ἀπ’ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ’ψημένα,
’πηδήξανε κ’ ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμμένα.

Ἀκόμ’ ’ως τώρα πλέουνε, κόκκιν’ ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ’ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν’ ἀναστηθῇ κι’ ὁ γέρος—
νὰ τ’ ἀποτηγανίσῃ.