Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
41
τὰ ψωμιὰ πῶς ἦσαν μόνο
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά! φωνάζ’ ἐκείνη,
ἢ σὲ σφάζω στὸ λεπτό!
Τἄκλεψες, γι’ αὐτό ’χουν μείνει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Μάνα, μὴν τὸ πάρῃς κάκια,
μά σ’ ὀμόνω στὸν Χριστό:
μοῦ παράγγειλες ψωμάκια
δεκοχτώ, δεκοχτώ!—
Μά ἡ στρίγγλα, ποῦ ζητοῦσε
ἀφορμήν εἰς τὸ κρυφτό,
’κεῖ ποῦ ἡ φτωχὴ λαλοῦσε—
Δεκοχτώ, δεκοχτώ,
Στὸ καρύδι της στηλόνει
τὸ μαχαῖρι τροχητό,
—Περασμένοι τώρα χρόνοι
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Μά ὁ Θεὸς γυρνᾷ τὸ χέρι
στὸν κακό της ἑαυτό,
καὶ πληγαὶς τῆς καταφέρει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!