Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
40
Κ’ εἶχε μητρυιά, παιδιά μου,
μιὰ γρῃὰ σὰν σκελετό.
—Ζύμω, λέγει, τὰ ψωμιά μου
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Τῆς ζυμόνει μέσ’ στὴν σκάφη
τὸ ζυμάρι κορδωτό·
κόφτει τὰ ψωμιὰ καὶ γράφει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Τἄπλασε καὶ τὰ φουρνίζει
μέσ’ στὸν φοῦρνο τὸν ζεστό·
’ψήθηκαν, τὰ ξεφουρνίζει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Μὰ ἡ στρίγγλα μητρυιά της
κράζει μὲ θυμὸ φρικτό,
πῶς δὲν ἦσαν τὰ ψωμιά της
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά, φωνάζ’ ἐγεῖναν,
δεκαννιὰ καί τ’ ἀπαιτῶ!
Τὧνα τὤφαγες, κ’ ἐμεῖναν
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Εἰς τὴν Παναγιά σ’ ὀμόνω,
στέκει στὸ χαρτὶ γραφτό,