(Τυφλοπόντικον.)
—Γιατί, Σπαλάγγι θλιβερό,
γιατὶ τὸν ὅλο σου καιρὸ
μέσα στὴν γῆ θαμμένο;
Δὲν ἐπεθύμησες καὶ σὺ
τὴν ἀντηλιά μας τὴν χρυσῆ,
τὴν αὔρά μας, καϋμένο;
—’Μερονυχτῆς τὰ ’πιθυμῶ,
κ’ ἔχω πολὺ πολὺ καϋμὸ
νὰ τ’ ἀπολαύσω ’λίγο.
Μὰ τοῦ Θεοῦ ἡ προσταγὴ
μ’ ἔχει θαμμένο μὲσ’ στὴν γῆ,
δὲν εἰμπορῶ νὰ φύγω.
Διότι ἤμουνα προτοῦ
ὁ νεκροθάπτης τοῦ στρατοῦ·
—Ποῦ νὰ μὴν εἶχα σώσει!—
Ἡ μάχη ἦταν φονική·
νεκροὶ ἐδῶ, νεκροὶ ἐκεῖ,
ποιὸς νὰ τοὺς παραχώσῃ;