—Χθὲς ἀκόμ’ ἡ Νυχτερίδα
ποντικὸς μὲ τὴν οὐρά,
ἔξαφνα καί παρ’ ἐλπίδα
ποῦ τὰ ηὗρε τὰ φτερά;
—Εἰς τὴν ἐκκλησιὰν ἐμβῆκε,
στὴν γωνιὰ τοῦ ἱεροῦ,
καί τ’ ἀντίδωρον εὑρῆκε
μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.
Μετὰ φόβου Θεοῦ τρέχει
καὶ τὸ παίρν’ ἀπὸ τὴν γῆ:
δι’ ἁγιασμὸ τὸ ἔχει
κι’ ὄχι μόνο γιὰ φαγί.
Κ’ ἡ εὐλάβεια ἡ τόση,
καὶ ὁ εὐσεβής της νοῦς
τὰ φτερά τῆς ἔχουν δώσει,
ποῦ τὴν πᾶν στοὺς οὐρανούς.