Καὶ ἄλλους χίλιους χρήσιμους σπόρους κουβαλεῖ
στὰ εὔκαιρα ταμεῖά της
καὶ τῆς τὰ γεμίζει.
Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει χαρωπό,
—θαρεῖς τὰ νοστιμεύεται!—
Καὶ λέγει λαχταρίζοντας. “Θέρος, σ’ ἀγαπῶ!”.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ’πανδρεύεται.
Διατί; Διότι! —
Ὁ ἄρρωστος Φθινόπωρος, μ’ ὄψη φθισική,
δι’ ἕν της βλέμμ’ ἀγάλλεται.
Κι’ ὡς ἔμβῃ τὸ κατώφλοιο της, βλέπει σπλαχνικὴ
κι’ ἀμέσως μεταβάλλεται
ἡ κυρά ἡ πρώτη.
Ῥοδίζουνε στ’ ὡραῖόν της στῆθος, ποῦ σπαργᾷ,
ὀπωρικὰ καὶ κλήματα.
Κ’ ἐμβαίν’ ὁ Κὺρ Φθινόπωρος μέσα καὶ τρυγᾷ
σταφύλια μὲ φιλήματα,
στὸν ληνὸ τὰ βάλλει.
Πατεῖ κρασὶ καὶ πίνουνε, μοῦστο καὶ ῥοφοῦν,
μὲ ψαλμουδιαῖς καὶ θάμματα.
Κ’ ἐλπίζουν πῶς τὰ νιάτα τους ’πίσω θὰ στραφοῦν,
θὰ γείνουν στὰ γεράματα
κοπελούδια πάλι.