Ἂν λείψῃ μιὰ διεύθυνση σ’ αὐτὸ ἀπ’ τὴν ψυχή,
σπαρταρᾷ στὸ χῶμα.
Τ’ ἄκουσ’ αὐτὰ καὶ ’γέλασε καὶ εἶπε μὲ καλὴ
τὸ κορμὶ καρδία.
— Καϋμένα, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνᾷ πολὺ
ἄλλος στὴν ἀξία.
Θεὸς ἂν δὲν σᾶς ἔπλαττε σ’ ἐμένα κολλητά,
καὶ μὲ τέτοια δῶρα,
θὰ ἦσθε σεῖς; Θὰ ἤσανε τὰ ἔργα σας αὐτά,
ποῦ καυχιέσθε τώρα;