Τότε ὁ Ὕψιστος γυρνᾷ
καὶ τοὺς Ἁγίους σκοτεινὰ
ἕνα πρὸς ἕνα βλέπει.
Καὶ μὲ τὸ πρόσωπο ’ξεινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
τὴν ὁμιλία τρέπει.
“Θωρεῖς, τοῦ λέγει, διατί
ἔχει λαμπρότερη γιορτή,
κι’ ὁ κόσμος τὸν θυμιάζει;
Γιατὶ δὲν κεῖται στὸν σοφά,
νὰ τρῷ, νὰ πίνῃ, νὰ τρυφᾷ,
καὶ σκάνδαλα νὰ βάζῃ.
“Μόν’ καὶ στὸ κῦμα τὸ βαθύ,
κ’ εδὼ ’μπροστά μου προσπαθεῖ
γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη.
Τί θαῦμα τὸ λοιπὸν αὐτὸν
ἀπ’ ὅλον σας τὸν συρφετὸν
ἂν προτιμοῦν κ’ ἐκεῖνοι;..
“Ἄ, ξεκουμπίσου μ’ ἀπ’ ἐδώ!
Καὶ ἄλλη μιὰ νὰ μὴ σὲ ἰδῶ
νὰ τσαμπουνᾷς ’δὼ πέρα!
Γιατὶ δὲν εὐκαιρῶ γι’ αὐτὰ
τ’ ἀνόητά σου χορατὰ
κάθε στιγμὴ καὶ ’μέρα.