Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/32

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
20

Κ’ εὐθὺς ἐπυργωθήκανε τὰ κύματ’ ’ως στ’ ἀστέρια,
μ’ ὅλα τὰ δυνατά τους·
κ’ ἐσυμφωνῆσαν στὴν στιγμή, κι’ ἁπλώσανε τὰ χέρια
νὰ πνίξουνε τὴν θειά τους.

Μὰ δὲν τὸ ἤθελ’ ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ἀσυμφωνία
στὸ μεταξύ τους βάζει.
Κ’ ἐνῷ τὸ ἕνα τὴν Στεριὰ προσβάλλει μὲ μανία,
το ἄλλο τους διστάζει.

Τότε φωνάζει κ’ ἡ Στεριά, καὶ τὰ βουνὰ ξυπνάει,
ποῦ ἐκοιμοῦνταν κάτω.
Γιὰ πέστε πάνω τους, παιδιά, ’σφαλῆστε τὰ πελάγη
μέσα στῆς Γῆς τὸν πάτο!

Καὶ ’σηκωθῆκαν τὰ βουνά, τὰ ὄρη τὰ μεγάλα,
σὰν δράκοι θεριωμένοι.
Κι' ὡρμῆσαν πρὸς στὴν Θάλασσα, νὰ μὴν ἀφήσουν στάλα
νερὸ στὴν οἰκουμένη.

Μὰ δὲν τὸ ἤθελ' ὁ Θεός. Γιὰ τοῦτο κεραυνόνει
τὴν μάνα τους, τὴν ξέρη.
Καὶ τὰ βουνά, ποῦ τρέχανε, ἡ φρίκη τὰ παγόνει
Στὰ τωρινὰ τὰ μέρη.

Τώρα ποθοῦν τὰ κύματα μὲ θόρυβο μεγάλο
τὴν Γῆ νὰ κατακλύσουν,