“Μὰ τοῦτον—Δόξα σ’ ὁ Θεός—
στὴν γῆ τὸν εἶχεν ὁ λαὸς
Αὐθέντη καὶ Δεσπότη!
Γι’ αὐτάς, δὲν εἶπες, τὰς τιμάς,
οἱ πρῶτ’ εἶν’ ἔσχατοι ’σ’ ἑμᾶς,
κ’ οἱ ἔσχατ’ εἶναι πρῶτοι;—
“Μά, τὸ συνήθειο τὸ κακὸ
ἔγεινε πλέον φυσικὸ
στὸν Ἅγιο-Νικόλα!
Φιλόπρωτος χαμαὶ στὴν γῆ,
πρωτεῖα ’πάνω κυνηγεῖ
μὲ τὰ σωστά του ὅλα.
“Κι’ ἂν δὲν ’νοιασθῇς – Σὲ βεβαιῶ,
μᾶς τὸν καθίζουν γιὰ Θεὸ
στὸν ζβέρκο μας οἱ Σλαῦοι!
Καὶ θὲ νἀρθῇ μιὰ πρωϊνὴ
νὰ Σὲ σηκώσ’ ἀπ’ τὸ σκαμνί,
τὴν θέση νὰ Σοῦ λάβῃ!”
Ὁ Πλάστης π’ ἄκουεν αὐτὰ
τὰ γέλοια μέσα του βαστᾷ,
τὰ γένια του χαϊδεύει.
Μιὰ τὸν κατήγορο θωρεῖ,
μιὰ τὼν Ἁγίων τὸ σωρί—
Κἄτι τοὺς μαγερεύει!