Ὅλοι τους γνέψιμο κοινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
γιὰ ν’ ἀπαντήσῃ ῥίπτουν—
Αὐτὸς τοὺς ἔφερεν· αὐτὸς
ἂς ὁμιλήσῃ θαρρετὸς
ὅ τι ἐκεῖνοι κρύπτουν.
Αὐτὸς ’σηκώθ’ ἀπ’ τὸ θρονί:
“’Βλόγησον, Πάτερ!” Προσκυνεῖ,
καὶ λέγει μὲ τὴν μύτη.
“Μᾶς ἐρωτᾷς συχνὰ πυκνὰ
ὁ κόσμος κάτω πῶς περνᾷ
στ’ ἀπότρελό του ’σπίτι.
“Θαρρῶ, θὰ ἦταν πιὸ καλά,
ἄν ἐρωτοῦσες μιὰ βολὰ
καὶ δι’ ἑμᾶς ’δῶ πέρα.
Καλὰ θὰ ἦταν. Ἀλλὰ Σύ—
Μὰ αὐτὴν τὴν δόξα τὴν χρυσή—
Ἐπῆρ’ ὁ νοῦς Σ’ ἀγέρα!
“Τώρα μοῦ νοιώθει τὸ μυαλό,
γιατί κανεὶς τὸν πιὸ τρελό
θεότρελο τὸν κράζει!
Αὐτὸ βεβαίως θὰ δηλοῖ,
πῶς ἡ τρελάρα ἡ πολλὴ
τὴν φρόνησή Σου ’μοιάζει!