“Ἀρκεῖ! Ἀρκεῖ! Εὐχαριστῶ!
Σᾶς ἔχω χάριν, ἂν αὐτὸ
τὸ αἴσθημα σᾶς μένῃ,
κι’ ὅταν κανεὶς δὲν σᾶς τηρᾷ -
Καὶ σᾶς ’βρεθῇ καμμιὰ φορὰ
ἡ θύρα μου κλεισμένη.”
Ἕνας τὸν ἄλλο τους κυττᾷ
κ’ ἐκπεπληγμένος ἐρωτᾷ,
μὲ τὴν ’ματιὰ μονάχα:
Ποιός εἶν’ αὐτός, ὅπου τολμᾷ
τέτοι’ Ἀρχηγὸ νὰ μὴν τιμᾷ
ὅπου κι’ ἂν ἦναι τάχα;
“Ὁρίστε μέσ’ ἀγαπητοί!
Βεβαίως τρέχει κἄτι τὶ
σπουδαῖο στὴν Ἑλλάδα,
γιὰ νὰ ’ξυπνήσετε βιαστοὶ
ἀπὸ τὴν κλίνη τὴν ζεστή,
’σὲ τούτη τὴν κρυάδα!”
Καθεὶς σκουντᾷ καὶ προσπαθεῖ
νὰ πρωτὠμβῇ νὰ θρονιασθῇ
εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ πλάγι.
Σταὶς πρόσχαραίς των ταὶς μορφαὶς
τὸ βλέπεις, ποῦ καλὸς καφὲς
τοὺς ’μύρισε καὶ τσάγι!