Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/307

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
295


Ὁ Θεὸς ἀκούει καὶ γελᾷ·
κι’ ἀνασκομπόνει στ’ ἀψηλὰ
τοῦ ῥούχου τὰ μανίκια:
“Καλὰ τὸ λέγουν οἱ θνητοί,
πῶς ὅπου λείπει τὸ γατί
χορεύουν τὰ ποντίκια!”

Κ’ ἐνῷ οἱ Ἅγιοι μὲ πολλὴ
τοῦ ψαλλουρίζουν συστολὴ
τ’ ἀτέλειωτο τροπάρι,
νίβγετ’ Ἐκεῖνος καθαρὰ
κι’ ἀλλάζει μέσα, καὶ φορᾷ
τὴν θεϊκή του χάρη.

Ἔπειτα γνεύει σιγανὰ
τ’ ἀγγέλου ποῦ τὸν διακονᾷ
ν’ ἀνοίξῃ πιὰ τὴν θύρα.
Μόλις τὴν εἶδαν ν’ ἀνοιγῇ,
ἐσκύψαν ὅλοι μὲ σιγή,
καὶ προσκυνοῦν στὴν γύρα.

Ὁ Πλάστης γνεύει ἄλλη μιά.
Κ’ ἦταν αὐτὸ ἐπιθυμιὰ
νὰ εἰσαχθοῦν στὸ ’σπίτι.
“Μόλις ἐδόθ’ ἡ προσταγή,
καὶ θὰ φιλήσῃ λὲς τὴν γῆ
ἡ μακρυά τους μύτη!