Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/304

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
292


Εἰς ὄχθην ῥύακος ψυχρὰν
νεκρὸς ὁ νέος κεῖται,
πλὴν δὲν γνωρίζουν τὴν ὠχρὰν
μορφήν τ’ ἡ παροδῖται.
Ἡ μήτηρ μόνη, δυστυχής!
μ’ ἀγρίους σπαραγμοὺς ψυχῆς
τὸ τέκνον της γνωρίζει—
Δὲν κλαίει, δὲν γογγύζει!…

Φρικῶδες ἄκουσμα κ’ οἰκτρὸν
τὴν χώραν καταθλίβει:
Ἀπὸ τῶν βράχων καὶ πετρῶν
πεσὼν κατεσυντρίβη!
Ἐτράπ’ εἰς πένθος ἡ χαρά:
Ἡ μήτηρ φθίνει παγερά,
κ’ ἡ νύμφη ποῦ χηρεύει
δύο νεκροὺς κηδεύει!