Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/30

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
18

Τ’ ἀκοῦνε τ' ἄνθη καὶ κοτοῦν κι’ ἀνοίγουν τὰ χειλάκια τους·
καὶ μισανοίγουν τὰ δενδρὰ τὰ πράσινα ματάκια τους.
Τὰ ῥόδα, ποὺ κυττάζουν,
κι’ αὐτὰ φθονοῦν καὶ σχάζουν.

Τ’ ἀκούει κ’ ἡ ἀμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι’ ἀπὸ τὸν ὕπνο πλανευτή, ἐρωτεμμέν’ ἀπ’ ὄνειρο,
πὰ στὰ γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ’ ἄνθη βάλλει.

—Καλὸ στὸν ἔμμορφο τὸν νιό, ποῦ ψὲς τὸν ὠνειρεύθηκα!
Ποῦ στὸ γλυκό μου τ’ ὄνειρο εἶδα πῶς τὸν ’πανδρεύθηκα!
σὰν τὶ καλὰ μὲ φέρει
τὸ ποθητό μου ’ταῖρι;—

Τῆς φέρει στρῶμ’ ἀπ’ τὸν Χιονιά κι’ ἀπ’ τὸν Βοριὰ παπλώματα!
Τὴν νύχτα κάμνουν τὴν χαρά, κι’ αὐτοῦ στὰ ’ξημερώματα,
τῆς ἀγκαλιᾶς τ’ ἡ πάχνη
τὴν εὔμορφην ἀδράχνει.

Πρωΐ, τῆς κάμνει σάβανο τὸ νυμφικό της φόρεμα·
τὸ γιῶμα μοιρολογητὴ τῆς φέρν’ ἕνα θολόρεμμα·
τὸ δειλινὸν ἀστράφτει,
καὶ ῥίχτει καὶ τὴν κάφτει!