Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/287

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
275


Θὰ ἰδῇς πῶς τὰ καλὰ σοῦ τοῦ ἰδίου,
τὰ ῥωμαιοφθόρα ἴχνη σου ζηλῶ—
εἰμπορεῖς νὰ βλέπῃς ἐκ τοῦ ἀκατίου,
ἡ σκηνὴ τελείτ’ ἐν ὑψηλῷ:
Ταύτην τὴν στιγμὴν τοῦ Νιχωρίου
τὸν ναὸν χαλῶ!”

Σκυθρωπὸς ὁ γηραιὸς τὴν ἀτενίζει:
“Ὁ χαλῶν τοῦ ὑπηκόου τὸν ναόν,
ἐπὶ τῶν ἰχνῶν μου, κόρη, δὲν βαδίζει.
Προκαλεῖ τὸν ἕνα τοῦ Παντὸς Θεόν!
Τὸν Θεόν, πρὸς ὃν τελοῦν τὴν προσευχήν,
ὡς τελοῦνται πρὸ τοῦ θρόνου μας οἱ φόροι—
ἄπαγ’ ἔμπροσθέν μου, μὲ ταρσὸν ταχύν!
Μόνη καθὼς ἦλθες ἀναχώρει—
ὁ Διάβολος, προβλέπω, τὴν ψυχὴν
θὰ σ’ ἐπάρῃ, κόρη!”

Ἐξημμέν’ ἡ πείσμων της μορφὴ δηλοῖ,
πῶς ὁ νοῦς της φέρετ’ ἐν ὀργῆς θυέλλῃ.
Τοῦ σουλτάνου δὲν τῆς μέλ’ ἡ ἀπειλή,
τὸν ναὸν πῶς τὸν χαλοῦν νὰ ἴδῃ θέλει,
Εἰς τὴν ἄκατον εἰσπίπτει μὲ μανίαν—
εἶν’ ἀνήσυχα τοῦ πόντου τὰ νερά!
“Κωπηλάτ’, ἐμπρός! Παρὰ τὴν παραλίαν.
Ἂς κοχλάζ’ ἡ ὄχθ’ ἡ ἁλμυρά!
Μ’ εἴκοσι κωπῶν ἰσχὺν καὶ βίαν
τίς δὲν τὴν περᾷ;”

T 2