Ἦταν καιρός, ποῦ συνεπαῖζαν σὰν παιδιὰ,
’σὲ περιβόλι μ’ ἄνθη στολισμένο!
Ἦταν καιρός, ποῦ τοῦ ’λαλοῦσε στὴν καρδιὰ
μιὰ μυστικὴ φωνὴ γιὰ τὴν παρθένο!..
Κατόπιν ἦλθε πόλεμος, καταστροφή,
καὶ τοῦ ’σκορπίσαν τὴν ἐλπίδα τὴν κρυφή—
Καὶ τώρα, δοῦλο μέσ’ στ’ ἀρχοντικά του
δὲν ἤξευρε πῶς εἶχε τὴν Κυρά του!..
Ποιός εἶν’ αὐτὸς ποῦ τῆς ’ζητοῦσε τὴν ζωή!
Ποιός ἦλθε κ’ εἶπ’ ἕνα κακὸ γιὰ ’κείνη;—
Τὸ μέτωπό του τρίβει· τώρα ἐννοεῖ
τί τρομερὴ συκοφαντία ἐγείνη!
Γυρνᾷ, γυρεύει μ’ ἄγρια ’μάτια τὴν κυρά—
Τὴν ἅρπαξεν ἡ φοβερή της συμφορά!
Μ’ ὀργὴ καὶ λύσσα μέσ’ στὸ ’σπίτι ’μβαίνει,
τῆνε ζητᾷ· τὴν ’βρίσκει — κρεμασμένη!..
“Ἔτσι νὰ πέσῃ μοναχός του νὰ φθαρῇ,
ὅποιος τὸν λάκκο γιὰ τοὺς ἄλλους σκάφτει!
Θεὸς φυλάγει τὴν καρδιὰ τὴν καθαρή,
τὴν ἔνοχη—τὸ κρῖμα τήνε χάφτει!
Σοφία, ἔλα, σχώρεσ’ ἕνα δυστυχῆ,
π’ ἀρχίζει τώρα πρῶτο νὰ ’ξαναὐτυχῇ!
Ἐδῶ ’ναι, βλέπω, τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι—
Ἐσὺ θὰ γείνῃς τὸ πιστό μου ’ταῖρι!”
Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/278
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
266