Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/276

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
264


“Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐνῷ γοργά, σὰν τὸ πουλί,
’ως στὸ Ντερβένι εἶχα καταντήσει—
Σὰν ἄκουσα τὸ σήμαντρο ποῦ διαλαλεῖ,
ἀνέβηκ’ ἁψηλά, στὸ παρακκλῆσι.
Ἂν ἀμελήθη κ’ ἐχαλάσθη μιὰ δουλειά,
γιὰ τοῦ πατρὸς τὴν ὑστερνὴ παραγγελιά,
χαλάλι σ’ ὅλος ὁ μικρὸς μισθός μου,
καὶ ὅλα—ἂν τἆχα—τὰ καλὰ τοῦ κόσμου!

“Μά, ἀπ’ αὐτὸ ποῦ μ’ ἔχουν βάλλει στὸν τρουβά—
ἰδέα ’γὼ δὲν ἔχω, τὸ καϋμένο!
Τὴν ἁμαρτί’ ἀφέντη, ’κεῖνος ἂς τραβᾷ,
ποῦ ἄδικα τὸν ἔχει ’σκοτωμένο!
Ἐγὼ ἐβγῆκ’ ἀπ’ τὸ ’ξωκκλῆσι τὸ καλὸ
καὶ μὲ τ’ Ἀντίδωρο στὸ στόμα τοὺς λαλῶ:
Ἡ προσταγὴ τ’ ἀφέντη μου νὰ γείνῃ!
Καί, νὰ τί πρᾶμμα σ’ ἔστειλαν ἐκεῖνοι!”

Ὅσο τ’ ἀκούει ἐκείνη, τόσο σιωπᾷ:
—Ἐδὤβαλ’ ὁ Θεὸς βεβαίως χέρι!—
Ὅσο τ’ ἀκούει ’κεῖνος, τόσ’ ἀγριωπὰ
ἡ πλάνη κι’ ὁ θυμὸς τὸν παραφέρει.
Θαρρεῖ πῶς εἶχ’ ὁ Σοφιανὸς τὸ μυρισθῇ,
πῶς ἔκαμε στὸν τόπο τ’ ἄλλος νὰ χαθῇ.
Θαρρεῖ πῶς ἔχει καὶ καλὰ ’μπροστά του
ἕναν ἐχθρὸ τρισάξιον θανάτου!