“Τί ἐκκλησιὰ μοῦ τσαμπουνᾷς καὶ προσευχή,
κακία σύ, στὴν ἀρετὴ ’νδυμένη!
Δὲν σ’ ἔχω στείλει νὰ προφθάξῃς τὸ ταχύ,
νὰ πᾷς ὁ πρῶτος πρῶτος στὸ Ντερβένι;”
“Κ’ ἐγὼ ἐπῆγα μὲ γοργὴ περπατησιά,
’ως στὸ βουνό, ποῦ ἔχει ’πάνου μιὰ ’κκλησιά.
Μά—Σχώρεσέ μ’, ἀφέντ’ ἀφεντικό μου!—
Ἀπ’ αὐτοῦ πέρα—’Πῆγα στὸν Θεό μου.
“Ὑπάκουσα στ’ Ἀφεντικὸ τοῦ καθενός—
Στὴν ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ πατρός μου.”
“Ποιανοῦ πατρός! Δὲν μ’ εἶπες: ἤσουν ὀρφανός;”
“Πεντάρφανος, ὠϊμέ, ἐντὸς τοῦ κόσμου!
Μἆναν καιρό—’Μπορεῖ νὰ σ’ ἦναι ξεχαστός;—
Ἐζοῦσε κι’ ὁ πατέρας μου ἐξακουστὸς
στ’ ἀρχοντικά του κτήματα ’δῶ πέρα...
Ἄχ! τοῦ τὰ πῆρεν ἡ Τουρκιὰ μιὰ ’μέρα!
“Ἀπ’ ὅσα εἶχε δὲν τ’ ἀπέμεινε σταλιά—
Ἂν δεν ’στοιχοῦσα, θαὕρισκα νὰ φάγω;
Μ’ ἀφῆκε μόνο μιὰ ’στερνὴ παραγγελιά,
αὐτήν, ἀφέντ’, ’ως τώρα τὴν φυλάγω.
Μὴν παρατρέξῃς ἐκκλησιὰ ποῦ λειτουργεῖ.
Ὅποιος δουλεύει τὸν Θεὸ του, δὲν ἀργεῖ.
Ἡ προσευχὴ καθ’ ἔργον εὐοδόνει,
κι’ ἀπὸ κινδύνους κι’ ἀπ’ ἐχθροὺς γλυτόνει.