Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/274

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
262


“Μὲ στέλλ’ Ἀφέντης ὁ καλός μου, κι’ ἀπαιτεῖ
ἡ ’ψεσινή του προσταγὴ νὰ γείνῃ”.
Ἕνα τρουβά, βλέπ’, ὁ Ντερβέναγᾶς κρατεῖ,
τὸν δείχνει σκυθρωπὸς καὶ τοῦ τὸν δίνει.
“Ἐγείν’ ἡ πρώτη προσταγή του ἡ γραφτή—
Πάρ’ του τὸ δῶρο: Ἡ δευτέρα εἶν’ αὐτή”.
Κι’ ὁ Σοφιανός, μὲ τὸν τρουβὰ στὸν ὦμο,
παίρνει τρεχάτος τοῦ ’σπιτιοῦ τὸν δρόμο.

Ἀφέντης, ποῦ τὸν βλέπει καὶ γοργοπατᾷ,
τὰ ἴδια του τὰ ’μάτια δὲν πιστεύει.
Ἁρπάζ’, ἀνοίγει τὸ σακκοῦλι ποῦ βαστᾷ,
καὶ βλέπει τρομαγμένος τί συνέβη!
“Πῶς ἦλθες ’πίσω, τοῦ φωνάζει, Σατανά,
μὲ τέτοιο κρῖμα, ποῦ τὸ πρῶτο ξεπερνᾷ;
Σὲ στέλνω νὰ σφαχθῇς, κ’ ἔρχεσαι πάλι,
μὲσ’ στὸν τρουβὰ τοῦ Λάμπου τὸ κεφάλι;”

Ἀκούει αὐτὸς τὴν ὠργισμένη συντυχιά,
τὸν πιάνει φρίκη στὴν καρδιὰ μεγάλη!
Σὰν νὰ ’κρατοῦσεν εἰς τὰ χέρια μιὰν ὀχιά,
πετᾷ καὶ τὸν τρουβὰ καὶ τὸ κεφάλι!
“Σχωρέσατέ μ’, ἀφέντισσα κι’ ἀφεντικό,
ἀνίσως ἔχω κάμ’ ἀθέλητο κακό!
Μ’ ἀκούσθ’ ἡ προσευχὴ κ’ ἡ ἐκκλησία
νἆναί ποτε κακὸ καὶ ἁμαρτία;”