Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/272

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
260


“Πᾶνε νὰ ’πῇς τοῦ Μαύρου, τοῦ Ντερβέναγᾶ:
νὰ γείν’ ἡ προσταγή μ’ ἡ ’ψὲς γραμμένη”.
Φαιδρὸ τὸ παλληκάρι ’πέταξε γοργὰ
καὶ τραγουδᾷ στὸν δρόμο ποῦ ’παγαίνει.
Κακότυχο! Δὲν ’ξεύρει πῶς ’σὲ μιὰ στιγμὴ
θενὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλ’ ἀπ’ τὸ κορμί,
γιὰ νὰ τὸ δώσουν, οἱ κακοὶ ἀνθρῶποι,
’σ’ αὐτόν, ποῦ στέλν’ ἁφέντης του κατόπι!..

Χαράζ’ ἡ ’μέρα· στ’ ἄνθη λάμπουν ᾑ δροσιαίς·
λαλοῦν τ’ ἀηδόνια στὸ νερό ποῦ τρέχει.
Ὁ Σοφιανὸς πετᾷ γοργαὶς περπατησιαίς—
’Σὲ τίποτε τὸν νοῦ του δὲν προσέχει.
Κ’ ἐζύγωσε! Μὰ ’κεῖ, σ’ ἀπόστασ’ ἁψηλή,
τὸ σήμαντρον ἀκούει ποῦ γλυκολαλεῖ:
Εἶν’ ἑορτή, καὶ στ’ ἅγιο παρακκλῆσι
ἀνέβηκ’ ὁ παππᾶς νὰ λειτουργήσῃ.

Θαρρεῖς ’ξυπνᾷ μὲ τοῦ σημάντρου τὴν βοὴ
ἕνα καθῆκον, ποῦ φωνάζ’ ἐντός του.
Ἀκόμη δὲν ἐσκέφθη γιὰ παρακοή—
Σὰν νὰ θωρῇ τὸν ἴσκιο τοῦ πατρός του!
“Ἀφ’ ὅτ’ ἀπέθανες, πατέρ’ ἀγαπητέ,
τὴν ἐντολή σου δὲν παράκουσα ποτέ.
Σήμερ’ Ἀφέντης ἔχει τόση βία—
Ἂν παραργήσω γιὰ τὴν ἐκκλησία;”