Κι’ ἀρχίνησε στὴν χάρπα της
νὰ ψάλλῃ καὶ νὰ κρούῃ.
Ὁ νιὸς ποῦ τὴν ἀκούει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Σὰν οὐρανὸ τὸ πνεῦμά του,
σὰν γῆ τὴν σάρκα νοιώθη,
’ως ποῦ ἐμαρμαρώθη—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!
Ἡ ψάλτρα ἡ μαργιόλισσα,
στὴν πλάτη του θαρριέται,
λυγᾷ κι’ ἀφοκρυέται—
“Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ἀπ’ ἔξω κρύος, μάρμαρο.
Στὸ μάρμαρο ’πὸ κάτου
ζεστὴ βαρᾷ ἡ καρδιά του—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!
“Πολλοὺς διαβάτας ’πλάνεψα
κ’ ἐπῆρα στὴν σκλαβιά μου
μὲ τὸ τραγούδημά μου—
Ὠϊμένανε ὠϊμένανε!
Αὐτὸν δὲν τὸν ἐπρόσμενα
στὴν ἄκρη ’δῶ τοῦ κόσμου:
Αὐτὸς εἶν’ ἀδερφός μου—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!”