Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/261

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
249


Δὲν εἶμ’ ἐγὼ ἄξιος γιὰ δουλειὰ ’δική σου,
ἄξιος νὰ μ’ ἔρθῃς στὸ φτωχό μου ’σπίτι!”

Μὰ ’Kείνη, μὲ χαμόγελο μὲ βλέπει,
καὶ λέγει μὲ στοργὴ καὶ καλοσύνη.
“Ἔχω δουλειά, πολλὴ δουλειά. Καὶ πρέπει,
ἀφοῦ ὄχι ἀπ’ ἄλλον, ἀπὸ σὲ νὰ γείνῃ.

”Τ’ αὐτί σου κλάμματα, φωναὶς δὲν νοιώθει;—
Εἶναι παιδάκι’ ἀπ’ τὰ δικά μου στήθη:
Αἰσθήματα, καὶ ὄνειρα, καὶ πόθοι,
κ’ εἰκόναις, καὶ παράδοσαις, καὶ μῦθοι.

”Ὁ ἥλιος τρώγει τ’ ἀνθηρό τους σῶμα,
κ’ ἡ παγωνιὰ τὰ μέλη τους πληγόνει.
Ἂν μείνουν ἄνδυτα, σὰν εἶν’ ἀκόμα,
θὰ τ’ ἀφανίσουν τὰ ὀρφανά μ’ οἱ χρόνοι!

”Καὶ θὰ τολμήσῃ τῶν ἐχθρῶν μ’ ἡ σπείρα
νὰ μὲ ’νειδίσῃ, τέκνο μου, μιὰ ’μέρα,
νὰ ’πῇ πῶς εἶμαι μιὰ μητέρα στεῖρα,
μιὰ ἀνάξια τῶν Ἀρχαίων θυγατέρα.”

Ἐμπρός της πέφτω πὰ στὰ γόνατά μου:
“Ἐσύ ’σαι, λέγω, ἡ ἅγια μου Πατρίδα!”
“Ναί, μ’ εἶπε. Κ’ εἶν’ αὐτὰ ’δικά μου.”
Καὶ λέγοντας, μ’ ἐσήκωσε καὶ εἶδα: