Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/252

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
240


Σὰν τρῶν καὶ πίνουν τὸν ῥωτᾷ, τὸν γλυκοκουβεντιάζει:
—Αὐτὸ ποῦ σέρνεις στὸ πλευρό, σὰν ψάλτου λύρα ’μοιάζει,
κι’ ἂς ἦναι χαλασμένη.
Μὴν ἀγροικᾷς νὰ τὴν βαρᾷς, ἐσὺ μικρὸ ναυτοῦδι;
Μὴν ’ξεύρεις κανένα σκοπό, κἄνα γλυκὸ τραγοῦδι,
ποῦ ταὶς καρδιαὶς εὐφραίνει;

Μ’ ἀρέσκ’ ὁ νιὸς ποῦ τραγουδᾷ, ὁ μάστορης ποῦ ’βγάλλει
τραγοῦδι’ ἀπὸ τὸ ἴδιο του φανταχτερὸ κεφάλι,
κι’ ἀπ’ τὴν θερμὴ καρδιά του.
Καράβι, ποῦ μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἤχου τ’ ἁρμενίζει,
ποτὲ στὴν Λήθη δὲν βουλᾷ, ποτὲ δὲν τὸ σαπίζει
ἡ λίμνη τοῦ Θανάτου.

Γιὰ πάρ’ τὴν λύρ’ ἀπ’ τὸ πλευρό· καινούριαις κόρδαις βάλ’ της.
Πολὺς καιρὸς ἐπέρασε, ποῦ δὲν ἀκούσθη ψάλτης
νὰ πρωτοβγάλῃ κἄτι.
Καὶ ψάλ’ ὅ,τ’ ἔχεις στὴν καρδιά, ὅ,τι σ’ ἐρθῇ στὰ χείλη.
Μόνο φωνή, π’ ἀπὸ βαθιὰ κ’ ἐλεύθερ’ ἀνατείλῃ,
εἶναι ζωὴ γεμάτη.—

Κι’ ὁ ναύτης ἐτραγούδησε μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή του·
κ’ ἐβάρεσε νέο σκοπὸ στ’ ἁρμονικὸ βιολί του,
μὲ θαρρεμένο χέρι:
—Χαρά στον, ποῦ μέσ’ στὴν καρδιὰ τοῦ ψάλτου βασιλεύει!
Ἔχει θρονί, ποῦ ’ως κι’ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ζηλεύει,
καὶ τ’ ὄμορφό του ’ταῖρι.—