Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/249

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
237




Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ.

ΚΥΡΙΩι ΓΕΩΡΓΙΩι ΖΑΡΙΦΗι

ΤΩι ΣΕΒΑΣΤΩι ΚΗΔΕΜΟΝΙ.

(Κατὰ τὴν πρώτην Ἰανουαρίου 1882.)

Βαρκούλα μέσ’ σταὶς θάλασσαις ’παράδερνε μονάχη,
χωρὶς σαβούρα καὶ πανί, χωρὶς τιμόνι νἄχῃ
σὲ μαθημένο χέρι.
Ἕν’ ἄπρακτο ναυτόπουλο, μὲ δύναμη καμπόση,
μὰ μὲ σπασμένο τὸ κουπὶ ’προσπάθα νὰ τὴν σώσῃ,
καὶ νὰ σωθῇ στὴν ξέρη.

Μἆταν ἡ ξέρ’ ἀπόμακρα, κ’ ἡ ταραχὴ μεγάλη·
κ’ ᾑ συννεφιαὶς τ’ ἀπέκρυφταν τ’ ὡραῖο παραγιάλι,
τὸν ἥσυχο λιμένα.
Κ’ οἱ ἄνεμοι, ποῦ ’πάλευαν στῆς θάλασσας τ’ ἁλῶνι,
σὰν τσέφλοιο τὸ ’πετούσανε στό κῦμα, ποῦ φουσκόνει
κι’ ἀφρίζει λυσσιασμένα.

Κάθε πατιά τους ἔσκαφτε δυὸ μνήματα στὸν ναύτη.
Μόλις ἀπ’ τὦνα φεύγ’ αὐτός, καὶ τ’ ἄλλο τόνε χάφτει,
βαθύ, σκοτεινιασμένο!
Καί, νεκροθάφτης ποῦ στιγμῆς ὑπομονὴ δὲν παίρνει,
τ’ ἀγριοποῦλι τοὺς ἀφροὺς μὲ τὰ φτερά του δέρνει,
καὶ σκούζει βραχνιασμένο.