ΤΗι ΣΕΒΑΣΤΗι ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΙ.
(Κατὰ τὴν 21 Μαΐου 1881.)
Συνάγω τ’ ἄνθη, ποῦ παράγει ἡ νέα φύσις διαλεχτά· τὰ ῥόδα παίρνω, ποῦ τοῦ Μάγη ἡ πρώτ’ ἀχτῖνα χαιρετᾷ· Καὶ πλέκω ’να λαμπρὸ στεφάνι μὲ σέβας καὶ χαρὰ κρυφή— Ποιά εἶν’ αὐτή, ποῦ θὰ τὸ βάνῃ εἰς τὴν σεπτή της κορυφή; Ἐπὶ τῆς γῆς ἄλλος κανένας, παρὰ ἡ γνήσι’ ἀρετή, κ’ ἡ μόνη ἀπὸ τὰς Ἑλένας ποῦ εἶναι ὅμοια μ’ αὐτή. Εἶναι κανεὶς ποῦ δὲν τὸ ’ξέρει καὶ περιμένει νὰ τοῦ’ πῶ, πῶς λάμπει σὰν Θεοῦ ἀστέρι στὸν οὐρανό μας χαρωπό;