Ὅλα τὰ δένδρα ᾿ναι παιδιά,
πὤχουν τὴν Γῆ μητέρα,
κ᾿ ἔχουν γιὰ χέρια τὰ κλαδιά,
ποῦ σειοῦνται στὸν ἀγέρα.
Σειοῦνται καὶ λὲν μιὰ προσευχή,
λυγοῦν καὶ προσκυνοῦνε
τὸν Οὐρανὸ πὤχει βροχή,
καὶ βλέπει πῶς διψοῦνε.
Κι᾿ ὁ Οὐρανὸς ποῦ τὰ τηρᾷ,
θυμᾶται τὰ παλῃά του:
πῶς ἦταν χάμου μιὰ φορὰ
κ᾿ εἶχε τὴν Γῆ γρῃά του.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὰ φιλιά τ᾿ ἀδερφωτά,
κι᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀγκαλιάσματά τους,
βγῆκαν τὰ δένδρα ὅλ᾿ αὐτά,
τὰ γνήσια παιδιά τους.