πὤχουν μέσα τους τροφὴ
δι’ Ἑλληνικὰ στομάχια.
Καὶ στ’ ἁμάξι, στὴν ψυχή,
φόρτον’ ὅσ’ αὐτὴ σηκόνει.
Μὴν τῆς σπάσουν οἱ τροχοί,
πρὶν τὰ φέρῃ μέσ’ στ’ ἁλῶνι.
Μέσ’ στ’ ἁλῶνι, μὲσ’ στὸν νοῦν,
λέπτυνέ τα, λίχνισέ τα·
καὶ τὰ κούφια ποῦ φανοῦν
εἰς τὴν ἀχερίστρα πέτα.
Κι’ ὅ,τι κάμνει γιὰ ψωμιά.
ὅ,τι θρέφει καὶ μεστόνει,
πέρασέ τ’ ἀκόμη μιὰ
ἀπ’ τὴν κρίση, ἀπ’ τὸ δρεμόνι.
Καὶ σὰν διῇς πῶς ἀπερνᾷ,
κ’ ἔχει βάρος, ὅπου πέσῃ,
δῶσέ το στὸν μυλωνά,
στὸν Καιρό, νὰ σοῦ τ’ άλέσῃ.
Ἀπ’ τ’ ἀλεῦρι τὸ λεπτό,
κάθε πίτερο νὰ ’βγάλῃ,
’ως νὰ μείνῃ διαλεχτὸ
καὶ καθάριο σεμιδάλι.