Ἀλήθεια, γιὰ τὰ χάδια αὐτά, ποῦ σ’ ἔχουν παραλλάξει,
εὑρίσκουν κἄπου τὰ χαλιὰ ὄχι πολὺ ἐν τάξει—
Συγχωρεμένο φυσικό, ποῦ πάντα νὰ ξεκάμῃ
μιὰν ὥρ’ ἀρχήτερα κυττᾷ
ἀπ’ ἄχρηστα καὶ περιττά!
Διαφέρει τάχατες γι’ αὐτό, στὸν δρόμο, ἢ στὸ χράμι;—
Ὅλα καλὰ καὶ ἅγια καὶ σχωρεμένα, Νόρμα,
εἰς ὅσα ἢ συνήθεια ἢ κλίσις σὲ παρώρμα,
ἢ φύσις, ποῦ δὲν ἔμαθες εἰς νοῦν νὰ ὑποτάσσῃς.
Αὐτὸ μονάχα σὲ χαλᾷ,
αὐτὸ δὲν ἔκαμες καλά:
Ἐνῷ ἐγὼ σὲ ’χάϊδευα, ἐσὺ νὰ μὲ δαγκάσῃς!