Τρίψε τρίψε τὸ πανί,
μὲ ’κατάντησε ν’ ἀνάψω!
Μιὰ μὲ τσούζει, μιὰ πονεῖ—
ἀπ’ τὴν φούρκα μου θὰ κλάψω!
Μιὰ τὸ ῥοῦχ’ αὐτὴ κυττᾷ,
μιὰ τὸ μάγουλό μου πάλι.
Καὶ στενάζει βαρετά,
καὶ κουνεῖ τ’ ἀχνὸ κεφάλι.
—Ὅσοι τρίβω μιὰ μεριά,
γιὰ νὰ ’βγῇ τὸ ξένο χρῶμα,
τόσο γίνετ’ ἡ θωριὰ
ὀμορφότερη ἀκόμα!
Τοῦτο βέβαια δηλοῖ,
τοῦτο βέβαια σημαίνει,
πῶς ἡ τέχν’ εἶναι καλή,
καὶ γι’ αὐτὸ ἡ μπογιὰ δὲν ’βγαίνει.
Τέχνη εἶπα. Μὲ ἀκοῦς;
Γιατ’ ὡραία ἀπὸ τὴν Φύση,
μέσα σ’ ὅλους τοὺς γραικούς,
μόνο ’μένα ’χουν γεννήσει.—
Τότ’ ἐγὼ ἀπ’ τὰ στενὰ
ξεπετῶ σὰν τὸ σπουργίτη,