Ἡ γενιά σας, ποῦ βαστᾷ
τὸ περίσσιο της καμάρι
ἀπὸ πάππον ἀσβεστά,
κι’ ἀπὸ κύρη καρβουνάρη!
Μά, σὰν γένῃς μιὰ φορά,
μὴν ξεχνᾷς δὰ πῶς μὲ λένα—
νά! στὰ μοῦτρα, μασκαρά,
ποῦ θὰ ’παινεθῇς σ’ ἐμένα!—
Κ’ ἕνα βλέμμα μὲ κολλᾷ
μὲ τ’ ἀλλοίθωρό της ’μάτι,
ποῦ στὰ στήθη τ’ ἁπαλὰ
ἔνοιωσα πῶς μ’ ηὗρε κἄτι!
Κἄτι πιάσιμο κακό,
ποῦ ἀκίνητο μ’ ἐκράτα,
σὰν βρεμμένο ποντικό,
’μπρὸς στὴν νηστικιὰ τὴν γάτα!
—Μωρὲ τέτοιαν ὀμορφιὰ
δὲν μοῦ λὲς ποιός σοῦ τὴν δίδει;
(Ὤ! Νὰ φάγω τὰ καρφιά,
ἂν δὲν ἦν’ αὐτὸ φκιασίδι!—)
Εἶπε, τάχατες κρυφά.
Κι’ ἀπ’ τὸν κόρφο της μοῦ ’βγάνει