ποῦ γυρνᾷς μὲ περισσὴ
’ξιππασιὰ μὲσ’ στὸ κεφάλι;
Κι’ ἀπὸ μιὰ μπουκιὰ παιδί,
μοῦ φορᾷς τὸ καλαμάρι,
καὶ βαρᾷς κάθε χορδὴ
μὲ τὸ δόλιο σου δοξάρι;—
Σὰν μ’ ἐρώτησεν αὐτὰ
μὲ τὰ χείλη σαλιασμένα,
τὴν κυττάζω θαρρετά,
καὶ τῆς λέγω πεισμωμένα.
—Τί θαρρεῖς! Σὰν τὰ παιδιά,
ποῦ ζαρόνουν σταὶς γωνιαίς σας;
’Γὼ ’χω νοῦ, κ’ ἔχω καρδιά,
κ’ εἶμαι γυιὸς τὴς Μιχαλιέσσας!
Καί, σὰν θέλ’ ἡ Παναγιά,
θενὰ γείνω δίχως ἄλλο
μέσ’ στῆς Θρᾴκης τὰ χωριὰ
ὑποκείμενο μεγάλο!
—Βρέ, βρέ, βρέ! Ἄμ’ τί θὰ ’πῇ!
Καὶ γιατὶ δὰ τάχατ’ ὄχι;
Αὐτὸ εἶναι προκοπή!
Βλέπεις, ἡ γενιά σας τὤχει.