Κ’ εἶχε ’μάτια, γυριστὰ
τὸ καθένα’ σὲ μιὰ κώχη·
κ’ ἔβλεπε παντοῦ σωστά,
μόνον ἐμπροστά της ὄχι.—
Μιὰν ἡμέρα, σὰν παιδί,
πὰ στὸν τοῖχό μας καβάλα,
ἐπερνοῦσα μιὰ χορδὴ
σὲ μιὰ ’χελωνοκαυκάλα.
Καὶ μὲ χέρι τρυφερὸ
ἐδοκίμαζα τὸν ἦχο.
Ὅταν ἔξαφνα θωρῶ—
νά την! Ἔξ’ ἀπὸ τὸν τοῖχο.
Καὶ μὲ ’κύτταζε λοξά,
σὰν πανούκλα καὶ κατάρα.
—Οὔχ! νὰ μοῦ χαθῇς, μυξά!
ποῦ μοῦ θέλεις καὶ κιθάρα!
Διές! Ἀκόμη δὲν ’γροικᾷ
τὰ βρακιά του νὰ φορέσῃ,
καὶ μὲ σύνεργ’ ἀνδρικὰ
μοῦ κουρδίζεται στὴν μέση!
Τίνος γέννα εἶσαι σύ,
βρὲ φρυδὰ καὶ μαυρομάλη,