Ἡ κυρά ἡ Κριτική,
ποῦ, μὲ λύχνο δίχως φέξη,
πασπατεύ’ ἐδὼ κ’ ἐκεῖ
ναὕρῃ κἄτι νὰ τὸ ψέξῃ.
Κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ
ποῦ φανῇ στὰ βλέμματά μου,
μ’ ἐνθυμίζει μιὰ χλωμή,
μιὰ γρῃὰ γειτόνισσά μου.
Τὴν ἐλέγαν Κουτσουμποῦ,
γιατ’ ἐκούτσενε λιγάκι·
καὶ τὴν ’νόμιζε μπουμποῦ
κάθ’ ἀνήλικο παιδάκι.
Γιατὶ ἤτανε πολὺ
μυταροῦ, κι’ ἀσχημομούρα
κ’ εἶχε μίαν ἀψηλὴ
πὰ στὴν ῥάχη της καμπούρα.