αὐτοῦ ποῦ θένα πᾶμε:
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὠς κ’ οἱ τρελοὶ τὸ ’ξεύρουν δυστυχῶς:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.
Κι’ ὅποιος μιὰ κόρη, μιὰν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
ἂς τῆς χαρῇ τὰ πρῶτα πρῶτα κάλλη.
Λύπαις κι’ ἀρρώστιαις θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
καὶ θὰ τοῦ μείνῃ μόν’ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ’ αὐτὶ καλὰ βεβαίως δὲν χτυπᾷ.
Μὰ πλὴν αὐτοῦ, ’ξάφνου προβάλλ’ ὁ Χάρος
κ’ εἰδοποιεῖ: “Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος—
Κοπιάστενε νὰ ’πᾶμε!..”
Βάλτε νὰ φάμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ καὶ κάλλη χαρωπὰ
στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε!