καὶ στὰ μαλιὰ σοῦ τὴν φορῶ,
βασιλικὸ στεφάνι.
Καὶ τὸν καθάρι’ Ἀυγερινό,
πὤχ’ ἡ Αὐγὴ στολίδι,
στὸ δάχτυλό σου τὸν περνῶ,
διαμάντι δαχτυλίδι.
Κατόπι θρόνον ἁψηλὸ
σοῦ στήνω, τὴν καρδιά μου,
καὶ κυβερνήτρα σὲ καλῶ
στὰ διανοήματά μου.
Καὶ βάλλω ’να διαλαλητὴ
σ’ ὅλη τὴν γῆ νὰ ψάλλῃ
τὴν ἀτελεύτητ’ ἀρετή,
τ’ ἀθάνατά σου κάλλη.
Τ’ ἀκοῦν οἱ γέροι κ’ εὐλογοῦν,
οἱ νιοὶ καὶ σὲ λατρεύουν·
τ’ ἀκοῦν γρῃαὶς κι’ ἀφρολογοῦν,
καὶ νιαὶς καὶ σὲ ζηλεύουν.