Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/19

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
7

Μόλις πάρῃ καὶ γευθῇ,
γέρν’ ἐκεῖνος τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ γλυκαναπαυθῇ
στὴς καλῆς του τὴν ἀγκάλη.

Καὶ αὐτή, ποῦ τόσην ὥρα
τὸν ’καρτέρα νὰ καταίβῃ,
τὰ χρυσὰ μαλιά του τώρα
μὲ τὸ χέρι της χαϊδεύει.

Τότε βγαίνουν στ’ ἁψηλὰ
μὲ τοὺς λύχνους εἰς τὰ χέρια,
καὶ προβαίνουνε δειλὰ
πρὸς τήν δύση καὶ τ’ ἀστέρια.

Καὶ καθένα τους κυττάζει
νὰ ἰδῇ πίσ’ ἀπ’ τὰ ὄρη,
πῶς δηλοῖ καὶ πῶς ἐκφράζει
τὴν ἀγάπη της ἡ κόρη.