Ἄφησε πλέον τὴν δουλειά,
τὸ κέντημά σου χάμου,
καὶ ’μίλησέ με μιὰ σταλιά,
καὶ κάθησε κοντά μου.
Τὰ δυό σ’ ἀδέρφια ’ξεφωνοῦν
στοῦ κήπου τὰ λουλούδια·
στοῦ κήπου τ’ ἄνθη ’λογυρνοῦν
νὰ πιάσουν πεταλούδια.
Καὶ τὸ νινί, ποῦ ’ξαπλωτὸ
τὸ χέρι του βυζάνει,
ἀποκοιμήθηκε κι’ αὐτό,
καὶ δὲν καταλαμβάνει.
Ὠς καὶ ὴ δύσκολη μαμμά—
κἄτι δουλειά ’χε τάχα.
Βλέπεις, κ’ ἐκείνη προτιμᾷ
νὰ μείνουμε μονάχα.