Ὡραία εἶναι κ’ ἡ ξανθή· ποιός μᾶς τ’ ἀρνιέται τάχα; Μ’ αὐτή, καρδιά μου, θὰ πιασθῇ μὲ μέταλλο μονάχα. Γι’ αὐτὸ τοῦ κάκου μὴ χτυπᾷς, μὴν κρούεις στὰ χαμένα: Ἡ νέα κόρη π’ ἀγαπᾷς δὲν εἶναι διὰ σένα.