Τὸ τάζω χρόνο καὶ καιρὸ
νὰ βάλω μαῦρο ῥάσσο,
μαῦρο μονόκερο σταυρὸ
στὰ στήθη νὰ κρεμάσω.
Ν’ ἀφήσω μάνα κι’ ἀδερφή,
στὰ ξένα νὰ μισέψω·
καὶ στ’ Ἁγιονόρους τὴν κορφὴ
νὰ ’πάγω ν’ ἀσκητέψω.
Νὰ ζῶ μ’ ἁγία προσευχὴ
ἀπ’ τὸ πουρνὸ ’σ τὸ βράδι,
γιὰ νὰ γλυτώσω τὴν φτωχὴ
ψυχή μ’ ἀπὸ τὸν ᾍδη.
Μὰ μόλις κάμω τὴν βουλὴ
τὴν παίρν’ ἀνεμοβρόχι·
καὶ συλλογιοῦμαι τὸ φιλί,
’θυμοῦμ’ αὐτὴν ποῦ τὤχει.