Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/18

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
6
Η ΕΣΠΕΡΑ.


Κλίν’ ὁ Ἥλιος λαμπρὸς
κι’ ἀνυπόμονος στὴν δύση
κ’ ἔνα νέφος στήν’ ἐμπρὸς
νὰ τὸν κρύψ’ ἀπὸ τὴν κτίση.

Ἐπειδὴ χρυσονδυμένη
κι’ ὁλονὲν ὡραιοτέρα,
μ’ ἀνοικτὰς τὸν περιμένει
τὰς ἀγκάλας ἡ Ἑσπέρα.

Εἰς τ’ ἀθάνατα νερὰ
τόνε λούει πρῶτα πρῶτα
καὶ τοῦ παίρνει δροσερὰ
τοῦ προσώπου τὸν ἱδρῶτα.

Καὶ κατόπι τὸν καθίζει,
νηστικὸ καὶ κουρασμένο,
στὸ τραπέζι ποῦ ἀχνίζει,
ποῦ τοῦ ἔχ’ ἑτοιμασμένο.