τότ’ ἐγλύκανε τὸ ’ξεῖδι,
κι’ ἀρχινῆσαν τὰ παιχνίδια.
Τότε πρῶτα, τὸ καϋμένο,
τὴν ἐφίλησα μιὰ ’μέρα
ἕνα φίλημα κλεμμένο
στῶν μαλιῶν της τὸν ἀθέρα!
Αἴ! Πῶς σ’ ἔπαιρνεν ἐκείνη
γιὰ ’ντροπὴ τὸ κάθε χάδι!
Καὶ ’θαρροῦσε, πῶς ἀφήνει
τέτοιο φίλημα σημάδι!
Κι’ ὅταν τὴν ἐπῆρα, πόσο
χρόνο ’πάθιασα, κοπέλι,
ὠς ποῦ νὰ τὴν ἡμερώσω,
νὰ τὴν κάμω νὰ μὲ θέλῃ!...
Μὰ ’μεῖς ἤμεθα παιδάκια,
σ’ ἄλλους χρόνους μ’ ἄλλα ἤθη·
καὶ δὲν εἴχαμ’ οὔτε κάκια,
οὔτε διαβολιὰ στὰ στήθη.
Κ’ ὕστερ’ ἀπὸ τὴν λαχτάρα,
κ’ ὕστερ’ ἀπὸ τόσα πάθη—
Μιὰ γρῃὰ ’ξηνταπεντάρα
τ’ εἶν’ ἀγάπη μ’ ἔχει μάθει!...