Χθεσινὰ θαρρεῖς ὁποῦναι!
Ὄνειρ’ ἀπὸ ’ψὲς καθάρια.
Καὶ σὰν ἔφεξε, πετοῦνε
καὶ σπιθοβολοῦν ἀνάρῃα!...
Διές ὁ κόσμος πῶς ἀλλάζει!
Πῶς ’μεῖς ἤμεθα παιδάκια,
ποῦ δὲν ’ξεῦραν μὲ τί ’μοιάζει
ἡ πονήρια καὶ ἡ κάκια!
Τώρα, δυὸ χρονῶ κουλοῦκι
ἐργολάβος μ’ ἔχει γένει·
καὶ πρὶν ἔβγ’ ἀπ’ τὸ μπουμποῦκι,
εἶν’ ἡ κόρ’ ἐρωτεμμένη!...
Ἔρωτα κ’ ἐγὼ ’χα πάθει,
’κοσιδυὸ χρονῶ κοπέλι,
μἄγλειφα κρυφὰ τ’ ἀγκάθι,
κι’ ἀποφύλαγα τὸ μέλι.
Ὣς νὰ πᾷ καὶ νὰ κερδήσῃ
τὸ δουλευτικό μου χέρι,
κι’ ὁ παππᾶς νὰ μ’ εὐλογήσῃ,
καὶ νὰ μοῦ τὴν δώσῃ ’ταῖρι.
Καὶ σὰν ἦρθ’ ἀπ’ τὸ ταξεῖδι,
κι’ ἀλλαχθῆκαν δαχτυλίδια,