Κι’ ὅταν, μέσ’ στὸ μεσανύχτι τὸ βαθύ, ὅλ’ ἡ Πλάση πέφτῃ πλέον στὰ ζεστὰ νὰ κοιμηθῇ— Ἂν περάσῃ καὶ σφυρίξῃ κάποιος, σὰν τὸν κυνηγό, Ἔβγα τότε νὰ τὰ ’ποῦμε: Εἶμ’ ἐγώ.