Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/174

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
162


Κι’ ὅταν, μέσ’ στὸ μεσανύχτι τὸ βαθύ,
ὅλ’ ἡ Πλάση
πέφτῃ πλέον στὰ ζεστὰ νὰ κοιμηθῇ—
Ἂν περάσῃ
καὶ σφυρίξῃ κάποιος, σὰν τὸν κυνηγό,
Ἔβγα τότε νὰ τὰ ’ποῦμε: Εἶμ’ ἐγώ.