Κι’ ὅπου σμίξουμε τὰ δυό,
ἅμα στρέψω καὶ τὴν διῶ,
τὰ ’ξυνίζει!
Κι’ ἂν ρωτήσουν: τί πονῶ,
καὶ στενάζω καὶ θρηνῶ—
Δὲν γνωρίζει!
Μόνο γράφει στὸν παππᾶ,
πῶς ἕν’ ἄλλον ἀγαπᾷ!
Καὶ τὸν θέλει!
Κι’ ἂν τὸ μάθω, λέγ’, ἐγώ,
κι’ ἂν θὰ πέσω νὰ πνιγῶ—
Δὲν τῆς μέλει!..