Μιὰν ἡμέρα, καὶ καλὰ
μοὖχε φάγει τὰ μυαλά,
νὰ τὴν πάρω.
Γιατί, λέγ’, ἂν δὲν παρθῇ,
θὲ νὰ πᾷ νὰ ’πανδρευθῇ
μὲ τὸν Χάρο!
Κι’ ἀπὸ φόβο, τὸ κουτό,
μὴν τὸ κάμῃς, εἶπ’, αὐτό!
Καὶ σὲ παίρνω!
Κόφτω, στὴν κακιὰ στιγμή,
ἀπ’ τὸ στόμα μ’ τὸ ψωμὶ
καὶ στὸ φέρνω.
Κι’ ’ως νὰ σώσω τὴν λαλιά,
μὲ ἁρπᾷ στὴν ἀγκαλιά
καὶ μὲ ’πάγει.
Κι’ ἀπ’ τὸ φίλα τὸ πολύ,
’λίγο ἔλειψ’ ἡ τρελὴ
νὰ μὲ φάγῃ!
Καὶ σ’ ὀλίγο, σοῦ κρατεῖ
δυὸ καινούρια στὸ χαρτὶ
δαχτυλίδια.
Τὧνα ’μένα τὸ φορᾷ·
τ’ ἄλλο βάλλει μὲ χαρὰ
’κείν’ ἡ ἴδια.