Τὸ ’θυμᾶσαι τὸ Μαριώ,
π’ ὅλη ’μέρα στὸ χωριὸ
’λογυρνοῦσε;
Ποῦ στὴν θύρα τοῦ σχολειοῦ
μὲ τὸν γυιὸ τοῦ Μιχαλιοῦ
’τραγουδοῦσε;
Θὰ σὲ ’πῶ κρυφὰ στ’ αὐτὶ
δι’ ἐκείνη κἄτι τί—
Μά, σιώπα!
Ὅταν ἤμεθα παιδιά,
μὲ ’τραβοῦσ’ ἀπ’ τὴν ποδιά—
Νά! Σοῦ τᾦπα!..
Μὲ ’τραβοῦσ’ ἀπ’ τὰ μαλιά,
καὶ μὲ ’φόρτονε φιλιὰ
μὲ τὸ ζόρι.
Καὶ μ’ ἐρώτα—Νὰ στὸ ’πῶ;—
Διατί δὲν ἀγαπῶ,
σὰν ἀγόρι!..