’κάμαμε μιὰ τρύπα
στὸ νερό!”
“Ἄλλη μιά, φωνάζει,
καὶ μ’ ἀρκεῖ!”
Καὶ μιὰ φλόγα ’βγάζει,
μιὰ κακή.
Ἄφοβο τὴν παίρνει
καὶ ταχὺ
καὶ μοῦ τήνε σπέρνει
στὴν ψυχή!
“Ἄχ! σκληρό, τοῦ λέγω,
ἂχ, πονῶ!
Δὲν σὲ μέλ’ ἂν κλαίγω
καὶ θρηνῶ;”
’Κεῖνο ’χε πετάξει
χαρωπό,
κ’ ἔψαλλε μὲ τάξη
καὶ σκοπό:
“Δὲν μὲ μέλει δράμι!
Κι’ ἂν κλαῖς, τί;
Τοῦτο θὰ σὲ κάμῃ
ποιητή!”