“Λὲς μὲ τὰ σωστά σου
νὰ καγῶ;
Τὸ φυσοῦμε, στάσου,
σὺ κ’ ἐγώ.”
Σὰν καλὴ μ’ ἐφάνη
συμβουλή.
Κάποιος χρόνο χάνει,
τὸ πολύ,
Μ’ ἀφοῦ μ’ ἔχ’ ἱδρώσει,
ἂς τὸ διῶ,
πῶς θὰ τὴν γλυτώσῃ
μὲ τοὺς δυό.
Πότε πότ’ ἐκεῖνο
πολεμᾷ,
πότ’ ὁ ἴδιος σβύνω—
Mά, μά, μά,
Φύσα ’γώ, καὶ φύσα
τὸ παιδί,
ἄναψε σὰν πίσσα,
σὰν δᾳδί!
“Φθάνει πλέον, εἶπα.
Τὸ θωρῶ,