φλόγαις τώρα ’βγάλλει
στ’ ἁψηλά!
Φεύγω νὰ τ’ ἀφήσω—
Δὲν ’μπορῶ:
Μὲ τραβᾷ ’πὸ ’πίσω
’να μωρό.
Μὲ ξανθὰ μαλάκια,
μὲ φτερά,
καὶ μὲ δυὸ ματάκια
φλογερά.
“Τὸ ψυχρό σου στόμα
δὲν ’μπορεῖ
νὰ τὸ σβύσ’ ἀκόμα
τὸ κερί;”
Λέγει. Καὶ μὲ χά-χα!
περισσά,
προσποιεῖται τάχα,
πῶς φυσᾷ.
“Μὴ φυσᾷς, κοπέλι,
στὴν πυρά!
Νὰ σοῦ κάψῃ θέλει
τὰ φτερά!”